- βλοσυρός
- -ή, -όεπίρρ. βλοσυρά αυτός που έχει άγριο βλέμμα, αγριωπός, τρομακτικός: Με μάλωσε κοιτώντας με βλοσυρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλοσυρός — hairy masc nom sg βλοσυρός hairy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… … Dictionary of Greek
βλοσυρώτερον — βλοσυρός hairy adverbial comp βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρά — βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc/acc dual βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρόν — βλοσυρός hairy masc acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg βλοσυρός hairy masc/fem acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρώτατον — βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρῶν — βλοσυρός hairy fem gen pl βλοσυρός hairy masc/neut gen pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖο — βλοσυρός hairy masc/neut gen sg (epic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖς — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖσι — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)